ὀχύρωμα

ὀχύρωμα
ὀχύρωμα, ατος, τό (ὀχυρόω ‘fortify’; in various senses: ‘stronghold, fortress, prison’ since X., Hell. 3, 2, 3; SIG 502, 39 [III B.C.]; OGI 455, 14 [39 A.D.]; PPetr II, 13 [3], 2 [III B.C.]; PStras 85, 23; LXX; Jos., Ant. 13, 27) a strong military installation, fortress, in imagery (Hybreas [I B.C.] in Seneca Rhet., Suas. 4, 5; Pr 21:22 καθεῖλεν τὸ ὀχύρωμα ἐφʼ ᾧ ἐπεποίθεισαν; 10:29 ὀχύρωμα ὁσίου φόβος κυρίου) of spiritual weapons that are δυνατὰ … πρὸς καθαίρεσιν ὀχυρωμάτων powerful … to tear down fortresses, i.e. to destroy λογισμοί, sophistries, and everything that opposes the γνῶσις θεοῦ 2 Cor 10:4 (cp. Philo, Conf. Lingu. 129; 130 τὴν τοῦ ὀχ. τούτου καθαίρεσιν).—DELG s.v. ἐχυρός. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὀχύρωμα — stronghold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οχύρωμα — το (Α ὀχύρωμα [οχυρώ] οχυρωμένη τοποθεσία, οχυρό νεοελλ. συνεκδ. τεχνικό έργο που εξασφαλίζει την αμυντική ικανότητα μιας θέσης …   Dictionary of Greek

  • οχύρωμα — το, ατος έργο τεχνικό που κάνει ασφαλή έναν τόπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σερμπεντζές — Οχύρωμα της Αθήνας επί Τουρκοκρατίας. Ξεκινούσε ΝΑ της Ακρόπολης και κάλυπτε ένα τεράστιο τμήμα της πόλης. Το Νοέμβριο του 1821 το κατέλαβαν οι έλληνες επαναστάτες …   Dictionary of Greek

  • ὀχυρωμάτων — ὀχύρωμα stronghold neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχυρώμασι — ὀχύρωμα stronghold neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχυρώμασιν — ὀχύρωμα stronghold neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχυρώματα — ὀχύρωμα stronghold neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχυρώματι — ὀχύρωμα stronghold neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχυρώματος — ὀχύρωμα stronghold neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανταποτειχίζω — ἀνταποτειχίζω (Α) χτίζω οχύρωμα για ν’ αντιμετωπίσω άλλο οχύρωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”